- βάριο
- τοχημικό μεταλλικό στοιχείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
δεσμευτής — Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει… … Dictionary of Greek
πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… … Dictionary of Greek
ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ … Dictionary of Greek
σιδηροηλεκτρικός — ή, ό, Ν φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηροηλεκτρισμό («σιδηροηλεκτρικά υλικά» υλικά, όπως είναι λ.χ. το τιτανικό βάριο, που αποτελούνται από κρυστάλλους τών οποίων οι δομικές μονάδες είναι μικροσκοπικά ηλεκτρικά δίπολα) … Dictionary of Greek
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek
αλκαλικές γαίες — Ομάδα χημικών στοιχείων (η 2η του περιοδικού συστήματος), στην οποία περιλαμβάνονται το βηρύλλιο, το μαγνήσιο, το ασβέστιο, το στρόντιο, το βάριο και το ράδιο … Dictionary of Greek
βαρίτης — Οξείδιο BaO ή υδροξείδιο Ba (ΟΗ)2 βαρίου. Β. λέγεται και ορυκτό, που βρίσκεται σε κρυστάλλους του ρομβικού κρυσταλλικού συστήματος και αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη για την παραγωγή του βαρίου και των ενώσεών του. Έχει σκληρότητα 3 βαθμών, ειδικό… … Dictionary of Greek